Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
orally
01
στοματικά
regarding the method of ingesting medication or drugs through the mouth
Παραδείγματα
The medication is taken orally, as instructed by the doctor.
Το φάρμακο λαμβάνεται από το στόμα, όπως ορίζει ο γιατρός.
The doctor prescribed the antibiotics to be taken orally to treat the infection.
Ο γιατρός συνέταξε τα αντιβιοτικά για από του στόματος χορήγηση για τη θεραπεία της λοίμωξης.
02
προφορικά
by spoken rather than written means
Λεξικό Δέντρο
orally
oral



























