LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Activating
/ˈæktɪvˌeɪtɪŋ/
/ˈæktəˌveɪtɪŋ/
Noun (1)
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "activating"
Activating
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the activity of causing to have energy and be active
activating
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
causing motion or action or change
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
activated protein c
activated charcoal
activated carbon
activated
activate
activating agent
activation
activation energy
activator
active
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App