Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Rubber glove
01
γαντί από καουτσούκ, προστατευτικό γάντι από λατέξ
a protective glove made of rubber or latex, worn to shield hands from chemicals and potential contamination during cleaning
Παραδείγματα
She wore rubber gloves while cleaning the bathroom to protect her hands from harsh chemicals.
Φορούσε λαστιχένια γάντια καθώς καθάριζα το μπάνιο για να προστατεύσει τα χέρια της από τα σκληρά χημικά.
The workers were required to wear rubber gloves while handling hazardous materials.
Οι εργαζόμενοι έπρεπε να φορούν λαστιχένια γάντια κατά την επεξεργασία επικίνδυνων υλικών.



























