Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Going rate
01
ισχύουσα τιμή, τρέχουσα τιμή
the price that is presently usual for a product or service
Παραδείγματα
He purchased the used car at the going rate for vehicles of that make and model.
Αγόρασε το μεταχειρισμένο αυτοκίνητο στην τρέχουσα τιμή για οχήματα αυτής της μάρκας και μοντέλου.
The company offered to pay its interns the going rate for similar positions in the industry.
Η εταιρεία προσφέρθηκε να πληρώσει τους πρακτικάριους της την επικρατούσα τιμή για παρόμοιες θέσεις στη βιομηχανία.



























