Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
in line with
01
σύμφωνα με, σε συνάρτηση με
used to convey that someone or something is conforming to a particular standard, guideline, or expectation
Παραδείγματα
The company 's decision to raise employee salaries is in line with its commitment to fair compensation practices.
Η απόφαση της εταιρείας να αυξήσει τους μισθούς των υπαλλήλων είναι σύμφωνη με τη δέσμευσή της για δίκαιες πρακτικές αποζημίωσης.
Her behavior is in line with the school's code of conduct.
Η συμπεριφορά της είναι σύμφωνη με τον κώδικα συμπεριφοράς του σχολείου.



























