Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
win-win
01
νίκη-νίκη, αμοιβαία ωφέλιμος
benefiting all the parties involved regardless of the outcome
Παραδείγματα
The partnership was a win-win agreement, benefiting both companies equally.
Η συνεργασία ήταν μια συμφωνία win-win, ωφελούσε εξίσου και τις δύο εταιρείες.
It ’s a win-win situation all around.
Είναι μια κατάσταση win-win για όλους.



























