Stuccoed
volume
British pronunciation/stˈʌkə‌ʊd/
American pronunciation/ˈstəkoʊd/

Ορισμός και Σημασία του "stuccoed"

01

(of a wall or ceiling) decorated or covered with a type of plaster called stucco

stuccoed

adj

stucco

v
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store