Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
stuccoed
01
στουκωμένος, καλυμμένος με στόκο
(of a wall or ceiling) decorated or covered with a type of plaster called stucco
Λεξικό Δέντρο
stuccoed
stucco
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
στουκωμένος, καλυμμένος με στόκο
Λεξικό Δέντρο