Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
thatched
01
αχυρένιος, με αχυρένια στέγη
(of a house or building) having a roof made of dried straw, leaves etc.
Παραδείγματα
The quaint cottage nestled in the countryside boasted a charming, thatched roof.
Το γραφικό εξοχικό σπίτι που ήταν τοποθετημένο στην ύπαιθρο διέθετε μια γοητευτική αχυρένια στέγη.
The thatched roof of the old farmhouse added to its rustic appeal.
Η αχυρένια στέγη του παλιού αγροκτήματος πρόσθεσε στο ρουστίκ γοητεία του.
Λεξικό Δέντρο
thatched
thatch



























