Thatched
volume
British pronunciation/θˈæt‌ʃt/
American pronunciation/ˈθætʃt/

Ορισμός και Σημασία του "thatched"

01

(of a house or building) having a roof made of dried straw, leaves etc.

thatched

adj

thatch

v
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store