Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
terraced
01
σε σειρά, διπλανός
(of a number of identical houses) forming a continuous row by sharing common dividing walls
Λεξικό Δέντρο
terraced
terrace
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
σε σειρά, διπλανός
Λεξικό Δέντρο