Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Terpsichorean
01
επαγγελματίας χορευτής, καλλιτέχνης χορού
a performer who dances professionally
terpsichorean
01
τερψιχόρεος, σχετικός με τον χορό
of or relating to dancing
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
επαγγελματίας χορευτής, καλλιτέχνης χορού
τερψιχόρεος, σχετικός με τον χορό