to run out on
Pronunciation
/ɹˈʌn ˈaʊt ˈɑːn/
British pronunciation
/ɹˈʌn ˈaʊt ˈɒn/

Ορισμός και σημασία του "run out on"στα αγγλικά

to run out on
[phrase form: run]
01

εγκαταλείπω, παρατώ

to abandon someone or something unexpectedly
to run out on definition and meaning
example
Παραδείγματα
He ran out on his family when they needed him the most.
Εγκατέλειψε την οικογένειά του όταν τον χρειαζόταν περισσότερο.
The employee ran out on his job, leaving his colleagues in a difficult situation.
Ο εργαζόμενος εγκατέλειψε τη δουλειά του, αφήνοντας τους συναδέλφους του σε μια δύσκολη κατάσταση.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store