Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to make after
[phrase form: make]
01
κυνηγώ, επιδιώκω
to go after someone or something in order to catch them
Παραδείγματα
I 'm going to make after the train.
Πρόκειται να κυνηγήσω μετά το τρένο.
The detective made after the suspect who had just robbed the bank.
Ο ντετέκτιβ κυνηγούσε τον ύποπτο που μόλις είχε ληστέψει την τράπεζα.



























