Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to keep across
[phrase form: keep]
01
παραμένω ενημερωμένος, είμαι ενήμερος
to remain well-informed about a particular topic, subject, or situation
Παραδείγματα
She likes to keep across scientific research to stay updated on breakthroughs.
Της αρέσει να παρακολουθεί την επιστημονική έρευνα για να παραμένει ενημερωμένη για τις ανακαλύψεις.
In my job, it 's essential to keep across the latest industry trends.
Στη δουλειά μου, είναι απαραίτητο να είμαι ενημερωμένος για τις τελευταίες τάσεις της βιομηχανίας.



























