Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Court martial
01
στρατοδικείο, στρατιωτικό δικαστήριο
a legal procedure for military personnel who break military laws; leading to charges against them
Παραδείγματα
The soldier faced a court martial for disobeying orders.
Ο στρατιώτης αντιμετώπισε στρατοδικείο για ανυπακοή στις εντολές.
She was brought before a court martial for desertion.
Ήρθε αντιμέτωπη με ένα στρατοδικείο για λόγους λιποταξίας.



























