Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to zone out
[phrase form: zone]
01
αποσυνδέομαι, βρίσκομαι στα σύννεφα
to become mentally absent, distracted, or unresponsive
Παραδείγματα
Sorry, I was zoning out during your story.
Συγγνώμη, αποσυνδέθηκα κατά τη διάρκεια της ιστορίας σου.
He tends to zone out in long meetings.
Τείνει να αποσπάται σε μεγάλες συναντήσεις.



























