Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to witter on
[phrase form: witter]
01
φλυαρώ, κουβεντιάζω ατέρμονα για ασήμαντα θέματα
to talk continuously about unimportant matters
Dialect
British
Παραδείγματα
He wittered on about his favorite TV show, oblivious to the disinterest of his audience.
Έφλυρε για την αγαπημένη του τηλεοπτική εκπομπή, αγνοώντας την αδιαφορία του κοινού του.
Let 's not witter on about irrelevant topics; we have a limited time for the presentation.
Ας μην φλυαρούμε για άσχετα θέματα· έχουμε περιορισμένο χρόνο για την παρουσίαση.



























