Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to want out
[phrase form: want]
01
θέλω να βγω, θέλω να φύγω
to desire to leave a specific place or situation
Παραδείγματα
The athlete wanted out of the competition due to injury concerns.
Ο αθλητής ήθελε να βγει από τον αγώνα λόγω ανησυχιών για τραυματισμούς.
The traveler wanted out of the busy city to enjoy nature.
Ο ταξιδιώτης ήθελε να βγει από την πολυσύχναστη πόλη για να απολαύσει τη φύση.



























