Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to tend towards
[phrase form: tend]
01
τείνω προς, κλίνω προς
to have a natural tendency to show a particular behavior or characteristic
Παραδείγματα
She tends towards healthy food choices in her diet.
Εκείνη τείνει προς την επιλογή υγιεινών τροφών στη διατροφή της.
The team tends towards collaborative projects rather than individual tasks.
Η ομάδα τείνει προς συνεργατικά έργα παρά μεμονωμένες εργασίες.



























