Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to shine through
[phrase form: shine]
01
διαφαίνομαι, προβάλλω
(of a noticeable and positive attribute) to become apparent
Intransitive
Παραδείγματα
His dedication to his work shines through in every project he undertakes.
Η αφοσίωσή του στη δουλειά του διαφαίνεται σε κάθε έργο που αναλαμβάνει.
The honesty of the character shines through in the novel, captivating readers.
Η ειλικρίνεια του χαρακτήρα λάμπει μέσα στο μυθιστόρημα, γοητεύοντας τους αναγνώστες.



























