Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to put down to
[phrase form: put]
01
αποδίδω σε, αναφέρω σε
to attribute something to a particular cause
Παραδείγματα
His success can be put down to years of hard work and dedication.
Η επιτυχία του μπορεί να αποδοθεί σε χρόνια σκληρής δουλειάς και αφοσίωσης.
She put his bad mood down to lack of sleep.
Απέδωσε την κακή του διάθεση στην έλλειψη ύπνου.



























