Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to keep in with
[phrase form: keep]
01
διατηρώ καλές σχέσεις με, διατηρώ την επαφή με
to maintain a positive relationship or connection with someone, often for personal gain or advantage
Παραδείγματα
He always tries to keep in with the boss to secure promotions.
Προσπαθεί πάντα να διατηρεί καλές σχέσεις με το αφεντικό για να εξασφαλίσει προαγωγές.
She wanted to keep in with her influential friends in the industry.
Ήθελε να διατηρεί καλές σχέσεις με τους επιρροήσιους φίλους της στη βιομηχανία.



























