Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to hang upon
[phrase form: hang]
01
εξαρτώμαι από, στηρίζομαι σε
to depend on something for a particular outcome
Παραδείγματα
The success of the project will hang upon securing adequate funding.
Η επιτυχία του έργου θα εξαρτηθεί από την εξασφάλιση επαρκούς χρηματοδότησης.
The team 's victory in the championship game hangs upon the star player's performance.
Η νίκη της ομάδας στον αγώνα πρωταθλήματος εξαρτάται από την απόδοση του αστέρα παίκτη.



























