Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to fish out
[phrase form: fish]
01
ανασύρω, βγάζω μετά από αναζήτηση
to take a thing or person out of a place, particularly after searching for them
Παραδείγματα
He had to fish out his keys from the bottom of his bag.
Έπρεπε να βγάλει τα κλειδιά του από τον πάτο της τσάντας του.
She reached into the drawer to fish out a pen.
Έψαξε στο συρτάρι για να βγάλει ένα στυλό.



























