Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to work toward
[phrase form: work]
01
δουλεύω προς, προσπαθώ για
to make an effort to achieve a particular goal
Dialect
American
Παραδείγματα
She is working toward her dream of becoming a successful entrepreneur.
Εκείνη δουλεύει προς το όνειρό της να γίνει μια επιτυχημένη επιχειρηματίας.
The students are diligently working toward better grades this semester.
Οι μαθητές δουλεύουν προς την επίτευξη καλύτερων βαθμών αυτό το εξάμηνο.



























