Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to key in
[phrase form: key]
01
εισάγω, πληκτρολογώ
to enter information using a keyboard, typically on a computer or electronic device
Παραδείγματα
She quickly keyed in her username and password to access the computer.
Πληκτρολόγησε γρήγορα το όνομα χρήστη και τον κωδικό πρόσβασής της για να αποκτήσει πρόσβαση στον υπολογιστή.
She carefully keyed her contact information in before submitting the form.
Εισήγαγε προσεκτικά τα στοιχεία επικοινωνίας της πριν υποβάλει τη φόρμα.



























