Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to come down to
[phrase form: come]
01
αποτελώ την ουσία, εξαρτώμαι από
to be the most important factor in a situation
Παραδείγματα
The success of the project will come down to how well the team collaborates.
Η επιτυχία του έργου θα εξαρτηθεί από το πόσο καλά συνεργάζεται η ομάδα.
In the end, it all comes down to trust between the partners.
Στο τέλος, όλα καταλήγουν στην εμπιστοσύνη μεταξύ των συνεργατών.



























