Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to join in
[phrase form: join]
01
συμμετέχω, ενώνω σε
to take part in an activity or event that others are already engaged in
Intransitive
Transitive: to join in an activity or event
Παραδείγματα
Despite attending the meeting, he rarely joins in the debates.
Παρόλο που παραβρίσκεται στη συνάντηση, σπάνια συμμετέχει στις συζητήσεις.
We hope more people will join in with our neighborhood watch program.
Ελπίζουμε ότι περισσότεροι άνθρωποι θα συμμετάσχουν στο πρόγραμμα παρακολούθησης της γειτονιάς μας.



























