Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to bank on
[phrase form: bank]
01
βασίζομαι σε, εναποθέτω ελπίδες σε
to put hope and trust in a person or thing
Παραδείγματα
He 's been banking on his skills to advance in his career.
Έχει βασίζεται στις δεξιότητές του για να προοδεύσει στην καριέρα του.
The project 's success is what we 're all banking on.
Η επιτυχία του έργου είναι αυτό στο οποίο όλοι βασιζόμαστε.



























