Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
everyone
01
όλοι, καθένας
every single person in a group, community, or society, without exception
Παραδείγματα
In times of crisis, everyone comes together to support each other.
Σε καιρούς κρίσης, όλοι ενώνονται για να υποστηρίξουν ο ένας τον άλλον.
Everyone in the neighborhood attended the community meeting to discuss the new park.
Όλοι στη γειτονιά παραβρέθηκαν στη συνεδρίαση της κοινότητας για να συζητήσουν το νέο πάρκο.
Λεξικό Δέντρο
everyone
every
one



























