Bobtailed
volume
British pronunciation/bˈɒbte‍ɪld/
American pronunciation/bˈɑːbteɪld/

Ορισμός και Σημασία του "bobtailed"

01

having a short or shortened tail

word family

bob
tailed
bobtailed

bobtailed

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store