Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Theorizing
01
θεωρητικοποίηση
the act or process of forming or presenting facts and ideas about something
Λεξικό Δέντρο
theorizing
theorize
theory
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
θεωρητικοποίηση
Λεξικό Δέντρο