Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
theoretically
01
θεωρητικά
in accordance with ideas, theories, or principles rather than experiments or practical actions
Παραδείγματα
The scientist explained the concept theoretically before conducting experiments to validate the hypothesis.
Ο επιστήμονας εξήγησε την έννοια θεωρητικά πριν πραγματοποιήσει πειράματα για την επικύρωση της υπόθεσης.
The project was planned theoretically, based on established principles and concepts.
Το έργο σχεδιάστηκε θεωρητικά, με βάση καθιερωμένες αρχές και έννοιες.
02
θεωρητικά, με θεωρητικό τρόπο
in a theoretical manner
Λεξικό Δέντρο
theoretically
theoretical
theory



























