Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to check through
01
ελέγχω προσεκτικά, εξετάζω λεπτομερώς
to carefully inspect or examine something, especially one that consists of different parts
Transitive
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ελέγχω προσεκτικά, εξετάζω λεπτομερώς