Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to accord with
01
συμφωνώ με, ταιριάζω με
to agree with or correspond to something
Transitive
Παραδείγματα
Her views on environmental policy accord with the organization's mission statement.
Οι απόψεις της για την πολιτική περιβάλλοντος συμφωνούν με τη δήλωση αποστολής του οργανισμού.
His actions did not accord with his promises during the campaign.
Οι πράξεις του δεν συνάδουν με τις υποσχέσεις του κατά τη διάρκεια της εκστρατείας.



























