Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pull-out
01
αφαιρούμενο ένθετο, ξεχωριστό φύλλο
a part of a magazine, newspaper, etc. that can be taken out easily and kept separately
Παραδείγματα
She always saves the recipe pull-out from the magazine to try new dishes at home.
Αποθηκεύει πάντα το προσάρτημα από το περιοδικό για να δοκιμάσει νέα πιάτα στο σπίτι.
The travel pull-out in today ’s paper features top destinations for budget vacations.
Το παρελκόμενο ταξιδιού στη σημερινή εφημερίδα παρουσιάζει τις κορυφαίες προορισμούς για οικονομικές διακοπές.



























