Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Viewership
01
ακροαματικότητα, αριθμός θεατών
the kind or number of audience who watch a specific television program or network
Παραδείγματα
The news program 's viewership declined after a change in the anchor lineup.
Η θεαματικότητα του ειδησεογραφικού προγράμματος μειώθηκε μετά από μια αλλαγή στη σύνθεση των παρουσιαστών.
The sports channel 's viewership soared during the championship game.
Η θεαματικότητα του αθλητικού καναλιού εκτοξεύτηκε κατά τη διάρκεια του αγώνα πρωταθλήματος.
Λεξικό Δέντρο
viewership
viewer
view



























