Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Public access
01
δημόσια πρόσβαση, δημόσια μετάδοση
a right given to people to broadcast their own programs on television or radio channels
Παραδείγματα
The local cable station offers public access for anyone who wants to create their own show.
Ο τοπικός σταθμός καλωδιακής τηλεόρασης προσφέρει δημόσια πρόσβαση σε όποιον θέλει να δημιουργήσει τη δική του εκπομπή.
She used the public access channel to broadcast her cooking tutorials.
Χρησιμοποίησε το κανάλι δημόσιας πρόσβασης για να μεταδώσει τα μαθήματα μαγειρικής της.



























