Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pubic
01
ηβικό, σχετικός με το ηβικό
relating to the region around the genitals, including the bones and hair
Παραδείγματα
He felt embarrassed about his pubic hair when changing in the locker room.
Αισθάνθηκε ντροπή για τα τριχώματα της ηβικής του όταν άλλαζε ρούχα στην αποδυτήριο.
Pubic lice infestations can cause itching and discomfort.
Οι μολύνσεις από φθείρες ηβικής τρίχας μπορούν να προκαλέσουν φαγούρα και δυσφορία.
Λεξικό Δέντρο
pubic
pub



























