LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
In control
/ɪn kəntɹˈəʊl/
/ɪn kəntɹˈoʊl/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "in control"
in control
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
υπό έλεγχο
having the power or ability to make decisions or manage something
Παράδειγμα
He
felt
tipsy
but
still
in
control
of
his
senses
after
a few
beers
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App