Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
hair extension
/hˈɛɹ ɛkstˈɛnʃən/
/hˈeəɹ ɛkstˈɛnʃən/
Hair extension
01
επέκταση μαλλιών, αναπλήρωση μαλλιών
a strand of artificial or natural hair added to someone's hair in order to make it appear longer
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
επέκταση μαλλιών, αναπλήρωση μαλλιών