Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
porky
01
χοντρούλης, στρουμπουλός
(of a person) having a large body size
Παραδείγματα
Despite being teased for being a bit porky in high school, Sarah embraced her body and learned to love herself.
Παρά το ότι την πείραζαν γιατί ήταν λίγο χοντρούλα στο λύκειο, η Σάρα αποδέχτηκε το σώμα της και έμαθε να αγαπάει τον εαυτό της.
The cartoon character was portrayed as porky, with a round belly and chubby cheeks.
Ο καρτούν χαρακτήρας απεικονίστηκε ως χοντρούλης, με ένα στρογγυλό στομάχι και παχουλά μάγουλα.
Λεξικό Δέντρο
porky
pork



























