Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Boatswain
01
βοηθός πλοιάρχου, επιστάτης καταστρώματος
a petty officer on a warship responsible for rigging, anchors, boats, and deck equipment
Παραδείγματα
The boatswain oversaw the repair of the ship's rigging after it was damaged in the storm.
Ο βοηθός πλοιάρχου επιτήρησε την επισκευή του εξαρτήματος του πλοίου μετά από τη ζημιά που προκλήθηκε από τη θύελλα.
As boatswain, he was responsible for ensuring that the anchors were properly stowed and ready for use at a moment's notice.
Ως βοηθός πλοιάρχου, ήταν υπεύθυνος για τη διασφάλιση ότι οι άγκυρες ήταν σωστά αποθηκευμένες και έτοιμες για χρήση ανά πάσα στιγμή.
Λεξικό Δέντρο
boatswain
boat
swain



























