Act involuntarily
volume
British pronunciation/ˈakt ɪnvˌɒləntˈɛɹəlɪ/
American pronunciation/ˈækt ɪnvˌɑːləntˈɛɹəli/

Ορισμός και Σημασία του "act involuntarily"

to act involuntarily
01

act in an uncontrolled manner

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store