Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Yore
01
πάλαι, παλιά
an era or period in the distant past, often evoked with nostalgia or poetic reverence
Παραδείγματα
The ballads tell of brave knights of yore.
Τα μπαλάντα μιλούν για τους γενναίους ιππότες του πάλαι ποτέ.
In yore, these fields were battlegrounds.
Παλιά, αυτά τα χωράφια ήταν πεδία μάχης.



























