LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Yarmulka
/jˈɑːmʌlkə/
/jˈɑːɹmʌlkə/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "yarmulka"
Yarmulka
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a skullcap worn by religious Jews (especially at prayer)
word family
yarmulka
yarmulka
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
yarmelke
yardwork
yardstick
yardmaster
yardman
yarmulke
yarn
yarn-dye
yarn-spinning
yarrow
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App