Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to wrest
01
αρπάζω, αποσπώ
to forcibly pull or take something, often from someone's grasp
Παραδείγματα
He managed to wrest the gun from the attacker's hands.
Κατάφερε να αρπάξει το όπλο από τα χέρια του επιτιθέμενου.
The rebels tried to wrest control of the city from government forces.
Οι αντάρτες προσπάθησαν να αρπάξουν τον έλεγχο της πόλης από τις κυβερνητικές δυνάμεις.
Λεξικό Δέντρο
wrester
wrest



























