Wounding
volume
British pronunciation/wˈuːndɪŋ/
American pronunciation/ˈwundɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "wounding"

01

the act of inflicting a wound

01

causing physical or especially psychological injury

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store