Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Woods
01
δάσος, δασάκι
a small area filled with trees and plants
Παραδείγματα
They took a long hike through the woods.
Έκαναν μια μεγάλη πεζοπορία μέσα από το δάσος.
The children played hide and seek in the woods behind their house.
Τα παιδιά έπαιξαν κρυφτό στο δάσος πίσω από το σπίτι τους.
Λεξικό Δέντρο
woodsy
woods



























