LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Withal
/wɪðˈæl/
/wɪðˈæl/
Adverb (2)
Ορισμός και Σημασία του "withal"
withal
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
despite anything to the contrary (usually preceding a concession)
02
together with this
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
with-it
with tongue in cheek
with time to spare
with the intention of
with the exception of
withdraw
withdrawal
withdrawal method
withdrawal symptom
withdrawer
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App