Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
withal
01
παρά αυτό, ωστόσο
despite that or in spite of that, often used to indicate contrast or exception
Παραδείγματα
The wound festered; he smiled withal.
Η πληγή μόλυνθηκε· εκείνος χαμογέλασε παρ' όλα αυτά.
He was a tyrant; just withal in his judgments.
Ήταν τύραννος· ωστόσο δίκαιος στις κρίσεις του.
02
μαζί με αυτό, επιπλέον
together with this



























